- τάλας
- -αινα, -αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Αάξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ 'γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.)μσν.-αρχ.(με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.β. «ἔξελθε θύραζε, τάλαν, και δαιτὸς ὄνησο», Ομ. Οδ.)αρχ.1. (στην κλητ.) τάλαν(ως θωπευτική προσφώνηση) κακόμοιρε!2. ως κύριο όν. ὁ Τάλαςονομασία αστερισμού που ανατέλλει μαζί με τον αστερισμό τού Τοξότη.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τάλας μαζί με τις λ. τάλαντον, τάλαρος, ταλαός, τελαμών, τέλλω, τέλος, τόλμη, τλητός, τλήμων απαρτίζουν μια οικογένεια λ., η οποία μπορεί να αναχθεί σε μια ΙΕ ρίζα με σημ. «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω, υπομένω, υποφέρω», η οποία απαντά και ως μονοσύλλαβη *tel- (πρβλ. τέλλω, τόλμη) και ως δισύλλαβη *telā-. Ο τ. τάλας ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα και έχει, κατά μία άποψη, σχηματιστεί από τ. *ταλα-ντ-ς (κατά τις μτχ. σε -ντ-, πρβλ δοτ. τάλαντι) πέρασε, όμως, στην κλίση σε -ας, -ανος από αναλογική επίδραση τού επιθ. μέλᾱς οπότε ερμηνεύεται και ο τ. τάλᾱς με μακρό το δεύτερο φωνήεν. Στην ίδια μορφή τής ρίζας τăλă- ανάγονται επίσης οι τ. τάλαντον*, τάλαρος*, ταλαός*, τα σύνθ. με ταλα- / ταλασι- (πρβλ. ταλά-φρων, ταλασί-φρων) καθώς και ένας επικ. τ. αορ. ταλά-οσαι. Ο συνήθης τ. αορ. ἔ-τλη-ν / ἔ-τλα-ν (πιθ. κατά το ἔστην), το ρηματ. επίθ. τλητός, οι τ. τλήμων*, τλῆσις* και κάποιοι σύνθ. τ., όπως τλή-θυμος, τλησι-κάρδίος, πολύ-τλᾱς εμφανίζουν μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής ρίζας τελᾶ-, ενώ ο τ. παρακμ. τέτλă-μεν έχει μηδενισμένο το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν. Η λ. τελăμών*, τέλος, και ένας τ. αορ. τελăσσαι έχουν προέλθει από τη ρίζα *τελă- με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν. Στην ίδια ΙΕ ρίζα ανάγονται και τ. άλλων γλωσσών, όπως: λατ. tollo «σηκώνω», αρχ. ινδ. tulā «ζυγαριά», αρχ. άνω γερμ. dolēn «υποφέρω, υπομένω», γοτθ. tlāwd «φτωχός». Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Ελληνική οι περισσότεροι τ. εμφανίζουν τη μτφ. σημ. «υπομένω, υποφέρω» (πρβλ. τάλας, ταλάφρων, ταλαός, τλήμων), ενώ την κυριολεκτική σημ. «σηκώνω, ζυγίζω» διατηρούν μόνο οι τ. τάλαντον*, τάλαρος*].
Dictionary of Greek. 2013.